- ἀσταγές
- ἀσταγήςnot tricklingmasc/fem voc sgἀσταγήςnot tricklingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασταγής — ἀσταγής, ές (Α) 1. αυτός που δεν στάζει γιατί έχει παγώσει («ἀσταγὴς κρύσταλλος») 2. (ως επίρρ.) όχι σταγόνα σταγόνα αλλά ακράτητα («τὰ δ ἔρρεεν ἀσταγὲς αὔτως» για δάκρυα που ἑτρεχαν ποτάμι, Απ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σταγής < στάζω] … Dictionary of Greek